εμφυτεύομαι

εμφυτεύομαι
εμφυτεύομαι, εμφυτεύτηκα και εμφυτεύθηκα, εμφυτευμένος βλ. πίν. 20

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εγκαταστοιχειούμαι — ἐγκαταστοιχειοῡμαι ( όομαι) (Α) εμφυτεύομαι ως βασικό στοιχείο ή πρώτη αρχή …   Dictionary of Greek

  • εμφυσιώ — ἐμφυσιῶ ( όω) (Α) 1. εμφυσώ, δίνω πνοή 3. (για ανάγνωση ή απαγγελία) απαγγέλλω με στόμφο 3. εμπνέω αυτοπεποίθηση 4. εμφυτεύω, εμπνέω, μεταδίδω 5. μέσ. ἐμφυσιοῡμαι εμφυτεύομαι, ριζώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”